παράκλητος

παράκλητος
Утешитель

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "παράκλητος" в других словарях:

  • παράκλητος — called to one s aid masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράκλητος — η, ο / παράκλητος, ον, ΝΜΑ [παρακαλώ] 1. αυτός που καλείται να βοηθήσει κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση, ο βοηθός 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Παράκλητος εκκλ. i) προσωνυμία που αποδίδεται από το Ευαγγέλιο τού Ιωάννου στο Αγιο Πνεύμα, το… …   Dictionary of Greek

  • παράκλητος — η, ο 1. αυτός που καλείται σε βοήθεια, κυρ. ο συνήγορος στο δικαστήριο. 2. (εκκλησ.), ως κύρ. όνομα, ο Χριστός και το Άγιο Πνεύμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράκλητον — παράκλητος called to one s aid masc/fem acc sg παράκλητος called to one s aid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Утешитель — (Παράκλητος) наименование третьего Лица Св. Троицы, Св. Духа, заимствованное из последней прощальной беседы Иисуса Христа с учениками. Я умолю Отца, говорил Христос, обращаясь к своим ученикам, и даст вам другого У., да пребудет с вами вовек,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • παρακλήτοις — παράκλητος called to one s aid masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακλήτου — παράκλητος called to one s aid masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακλήτους — παράκλητος called to one s aid masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακλήτων — παράκλητος called to one s aid masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακλήτῳ — παράκλητος called to one s aid masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράκλητε — παράκλητος called to one s aid masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»